πάνινος

πάνινος
[панинос] εκ. полтнянный, матерчатый,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πάνινος" в других словарях:

  • πάνινος — και πάννινος, η, ο [παν(ν)ί] κατασκευασμένος από πανί («πάνινα παπούτσια») …   Dictionary of Greek

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • οθόνινος — η, ο (Α ὀθόνινος, ίνη, ον) [οθόνη] κατασκευασμένος από λεπτό λινό ύφασμα, πάνινος, λινός αρχ. φρ. «ὀθόνινον πρόσωπον» (στον Πλατ.) προσωπείο, προσωπίδα …   Dictionary of Greek

  • πάννινος — η, ο βλ. πάνινος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»